διασκορπίσαν

διασκορπίσαν
διασκορπίζω
scatter abroad
aor part act neut nom/voc/acc sg
διασκορπίζω
scatter abroad
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σποδός — ἡ, ΝΜΑ 1. μισοσβησμένη στάχτη, καφτή στάχτη από ξύλα ή ξυλάνθρακες, χόβολη («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῡ ἤλασα πολλῆς», Ομ. Οδ.) 2. η στάχτη από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη θάλασσα» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου… …   Dictionary of Greek

  • Βενετσανάκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και το 1824 έγινε εκατόνταρχος. Αργότερα έγινε χιλίαρχος. 2. Βασίλης. Καταγόταν από τη Μάνη. Τo 1806 βοήθησε στη φυγάδευση του Κολοκοτρώνη στη Ζάκυνθο. Στην Επανάσταση πολέμησε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”